πυκνοσύγκριτος

πυκνοσύγκριτος
-ον, Α
αυτός που έχει έντονη πήξη στο πεπτικό του σύστημα, δυσκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συγκριτός «συμπαγής» (< συγκρίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυκνοσύναπτος — ον, Α πυκνοσύγκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συναπτός (< συνάπτομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”